- αγιώδης
- ἁγιώδης, -ες (Α) [ἅγιος]1. ο άγιος2. επίρρ. ἁγιωδῶςκατά τρόπο άγιο, ιερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek